σφυγμογράφος

σφυγμογράφος
ο мед. сфигмограф (прибор для измерения пульсовой волны)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σφυγμογράφος" в других словарях:

  • σφυγμογράφος — ο, Ν ειδική συσκευή με την οποία καταγράφονται οι κτύποι τού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmographe (< σφυγμός + γράφος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • σφυγμογράφος — ο όργανο με το οποίο εξετάζεται ο σφυγμός και παίρνεται ένα γραμμικό διάγραμμά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»